άντα

άντα
Ο μεγαλύτερος παραπόταμος (313 χλμ.) του Πάδου και τέταρτος σε μήκος ποταμός της Ιταλίας. Πηγάζει από τις Ρετικές Άλπεις σε ύψος 2.290 μ. και ο άνω ρους του διαρρέει την κοιλάδα Βαλτελίνα που σχημάτισαν οι διαβρώσεις των παγετώνων. Εκβάλλει έπειτα στη λίμνη του Κόμο, ανασχηματίζεται και, αφού πρώτα σχηματίσει μερικές λίμνες, εισέρχεται στην κοιλάδα του Πάδου, όπου τα νερά του εντάσσονται στο σύστημα διωρύγων που εξασφαλίζει την άρδευση της Λομβαρδίας. Οι όχθες του Ά. υπήρξαν σε αρκετές περιπτώσεις θέατρο σημαντικών μαχών, όπως μεταξύ του Θεοδώριχου και του Οδόακρου το 490 μ.Χ. και μεταξύ Αυστριακών και Γάλλων το 1796, όταν o Ναπολέων κέρδισε τη μάχη του Λόντι. Ο ποταμός Άντα είναι ο τέταρτος μεγαλύτερος σε μήκος ποταμός της Ιταλίας (φωτ. Sef).
* * *
ἄντα επίρρ. (Α)
1. απέναντι, πρόσωπο με πρόσωπο, άνδρας προς άνδρα
2. εντελώς, απόλυτα
3. ίσια επάνω, κατευθείαν
4. φρ. («θεοῑς ἄντα ἐῴκει» — έμοιαζε με τους θεούς στην όψη
5. (ως πρόθ. με γεν.) α) ακριβώς απέναντι, αντικρύ
β) μπροστά σε κάτι
γ) φρ. «ἄντα σέθεν» — εμπρός σου, ενώπιον σου, σε σύγκριση με σένα
δ) εναντίον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. άντα είναι επίρρημα της επικής γλώσσας, συνοδευόμενο συχνά από γενική. Πρόκειται για αιτιατική ενός αρχικού θέματος αντ- (που απαντά επίσης στην τοπική αντί και στην αιτιατική άντην), το οποίο, ενώ αρχικά σήμαινε «κατά πρόσωπο, απέναντι», εμφανίστηκε αργότερα στην Ελληνική και με τις σημασίες «εναντιώνομαι, συναντώ, ικετεύω» κ.λπ. Πρβλ. γοτθ. and «εκεί πάνω», «κατά μήκος», απ' όπου το γερμ. πρόθημα anda-, and-«αντίθετα, απέναντι», λιθουαν. ant «εκεί πάνω», αγγλοσαξ. end «προηγουμένως» κ.λπ.
ΠΑΡ. αρχ. ανταίος, αντάω.
ΣΥΝΘ. αρχ. άναντα, δίαντα, εισάντα, έναντα, κάταντα, κατέαντα, πάραντα, πρόσαντα, ύπαντα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἄντα — over against indeclform (adverb) ἄντᾱ , ἄντη prayer fem nom/voc/acc dual ἄντᾱ , ἄντη prayer fem nom/voc sg (doric aeolic) ἄ̱ντᾱ , ἀντάω come opposite to imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἄντᾱ , ἀντάω come opposite to pres imperat act 2nd… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντάχησ' — ἀντά̱χησα , ἀντηχέω sing in answer aor ind act 1st sg (doric aeolic) ἀντά̱χησο , ἀντηχέω sing in answer plup ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀντά̱χησο , ἀντηχέω sing in answer perf imperat mp 2nd sg (doric aeolic) ἀντά̱χησε , ἀντηχέω sing in answer… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἄντα — ἄντα , ἄντα over against indeclform (adverb) ἄντᾱ , ἄντη prayer fem nom/voc/acc dual ἄντᾱ , ἄντη prayer fem nom/voc sg (doric aeolic) ἄ̱ντᾱ , ἀντάω come opposite to imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἄντᾱ , ἀντάω come opposite to pres… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντάμα — ἀντά̱μᾱ , ἀντί ἀμάω 1 reap corn imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀντά̱μᾱ , ἀντί ἀμάω 1 reap corn imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀντά̱μᾱ , ἀντί ἀμάω 1 reap corn pres imperat act 2nd sg ἀντάμᾱ , ἀντί ἀμάω 1 reap corn imperf ind act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντάρτης — ἀντά̱ρτης , ἀντί ἀρτάω fasten to imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀντά̱ρτης , ἀντί ἀρτάω fasten to imperf ind act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ἀντά̱ρτης , ἀντί ἀρτάω fasten to imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀντί ἀρτάω fasten to pres …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντάσαις — ἀντά̱σαις , ἀντάω come opposite to pres part act fem dat pl (doric) ἀντά̱σαις , ἀντάω come opposite to aor part act masc nom/voc sg (doric aeolic) ἀντά̱σαις , ἀντάω come opposite to aor opt act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντάσας — ἀντά̱σᾱς , ἀντάω come opposite to pres part act fem acc pl (doric) ἀντά̱σᾱς , ἀντάω come opposite to pres part act fem gen sg (doric) ἀντά̱σᾱς , ἀντάω come opposite to aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄντ' — ἄντα , ἄντα over against indeclform (adverb) ἄνται , ἄντη prayer fem nom/voc pl ἄντᾱͅ , ἄντη prayer fem dat sg (doric aeolic) ἄντε , ἄντομαι meet imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄνταν — ἄντᾱν , ἄντη prayer fem acc sg (doric aeolic) ἄ̱ντᾱν , ἀντάω come opposite to imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἄ̱ντᾱν , ἀντάω come opposite to imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἄντᾱν , ἀντάω come opposite to imperf ind act 3rd pl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνταμείβετ' — ἀντᾱμείβετο , ἀνταμείβομαι exchange imperf ind mp 3rd sg (doric aeolic) ἀντᾱμείβετε , ἀνταμείβομαι exchange imperf ind act 2nd pl (doric aeolic) ἀνταμείβετε , ἀνταμείβομαι exchange pres imperat act 2nd pl ἀνταμείβετε , ἀνταμείβομαι exchange… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”